-
1 проигрыш
-а α.χάσιμο απώλεια, ήττα•матча χάσιμο της συνάντησης (του ματς)•
судебного процесса το χάσιμο της δίκης•
сражения χάσιμο της μάχης•
проигрыш времени χάσιμο χρόνου•
большой проигрыш χασούρα (στο χαρτοπαίγνιο)•
быть в -е χάνω, έχω χασούρα•
остаться в -θ χάνω το παιγνίδι, νικιέμαι.
-
2 потеря
потеря ж το χάσιμο, η απώλεια· \потеря времени τοχασομέρι* * *жτο χάσιμο, η απώλειαпоте́ря вре́мени — το χασομέρι
-
3 проигрыш
-
4 пропажа
пропажа ж 1) η απώλεια, το χάσιμο 2) разг. (вещь ) το χαμένο πράμα* * *ж1) η απώλεια, το χάσιμο2) разг. ( вещь) το χαμένο πράμα -
5 потеря
потер||яж1. ἡ ἀπώλεια, ὁ χαμός, τό Χάσιμο:\потеря времени ἡ ἀπώλεια χρόνου, τό χάσιμο χρόνου· \потеря памяти ἡ ἀμνησία· *"· речи ἡ ἀφασία·2. (убыток) ἡ ζημία, τό ζημίωμα:нести \потеряи ἔχω (или ὑφίσταμαι) ἀπώλειες. -
6 утеря
-и θ.χάσιμο, απώλεια•утеря документов το χάσιμο εγγράφων.
-
7 ущерб
-а α.1. βλάβη, βλάψιμο• ζημιά• φθορά.• в ущерб здоровью σε βλάβη της υγείας•материальный ущерб υλική ζημιά•
причинить ущерб προξενώ ζημιά•
нанести ущерб επιφέρω βλάβη•
понести ущерб υφίσταμαι (παθαίνω) βλάβη•
-в себе για βλάβη του ίδιου (του εαυτού).
2. παρακμή, πτώση•ελάττωση•силы его на -е οι δυνάμεις του παρακμάζουν.
3. (ϊΐ-α το φεγγάρι) η χάση, το χάσιμο•ущерб луны το χάσιμο του φεγγαρ ιού•
луна на -е το φεγγάρι είναι στη χάση.
εκφρ.в -кому – προς βλάβη κάποιου. -
8 проигрыш
η ήττα, το χάσιμο, η αποτυχία-ный της ήττας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > проигрыш
-
9 пропадание
η απώλεια, το χάσιμο- сигнала (замирание) - του σήματος, το σβήσιμο ή η εξασθένιση του σήματοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пропадание
-
10 пропажа
1. (действие) η απώλεια, η εξαφάνιση, το χάσιμο 2 (потерянная вещь) το χαμένο αντικείμενο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пропажа
-
11 убыток
1. (материальный ущерб, потеря) η ζημι/ά, η απώλεια, το χάσιμοзастраховать перевозчика от всех потерь - ков и расходов ασφαλίζω τον μεταφορέα από όλες τις ελλείψειςнести - ζημιώνομαι, υφίσταμαι -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > убыток
-
12 утеря
(документов, бумаг и т.п.) η απώλεια, το χάσιμο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > утеря
-
13 утрата
1. (потеря, лишение чего-л.) η απώλεια, το χάσιμο 2. (ущерб, урон) η ζημιά, η απώλεια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > утрата
-
14 деквалификация
деквалифи||кацияж ἡ ἀπώλεια (или τό χάσιμο) τής είδικότητας. -
15 дискредитация
дискредитацияж ἡ ἀπώλεια τοῦ κύρους, τό χάσιμο τής ὑπόληψης, ὁ ἐξευτελισμός, ἡ χρεωκοπία. -
16 обесценение
обесценениес τό χάσιμο τῆς ἀξίας, ἡ ἐξευτέλιση [-ις], ὁ ἐξευτελισμός / ἡ ὑποτί-μηση [-ις] (денег, тж. перен). -
17 проигрыш
проигрышм τό χάσιμο, ἡ ἀπώλεια, ἡ ζημία / ἡ ήττα (в спорте):быть в \проигрыше, остаться в \проигрыше βγαίνω ζημιωμένος, χάνω. -
18 пропажа
пропажаж1. (действие) τό χάσιμο, ἡ ἀπώλεια, ἡ ἐξαφάνιση·2. (то, что пропало) τό χαμένο πράγμα:моя \пропажа нашлась τό χαμένο πράγμα μου βρέθηκε. -
19 трата
трат||аж τό ξόδεμα, ἡ δαπάνη, τό χάσιμο, ἡ ἀπώλεια:\трата времени ἡ ἀπώλεια χρόνου, τό χασομέρι. -
20 утрата
утрат||аж ἡ ἀπώλεια, τό χάσιμο/ ἡ στέρηση [-ις] (прав и т. п.):\утрата трудоспособности ἡ ἀπώλεια Ικανότητας γιά δουλειά· понести \утратау ὑφίσταμαι ἀπώ-λεια[ν].
- 1
- 2
См. также в других словарях:
χάσιμο — το, ατος 1. ζημιά, χασούρα, απώλεια: Στενοχωρήθηκε πολύ για το χάσιμο του σκυλιού της. 2. φρ., «Δίνε στους φτωχούς και δε θα το ’χεις χάσιμο», δε θα ζημιωθείς αν δίνεις στους φτωχούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χάσιμο — το, Ν 1. το αποτέλεσμα τού χάνω, απώλεια, χασούρα 2. ζημία 3. παροιμ. φρ. «δίνε στους φτωχούς και δε θα τό χεις χάσιμο» δηλώνει ότι η προσφορά δεν μένει χωρίς ανταπόδοση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χασ τού αορ. έ χασ α τού ρ. χάνω + κατάλ. ιμο (πρβλ. γράψ… … Dictionary of Greek
Macedonia naming dispute — Macedonia (region) Macedonia (Greece) … Wikipedia
-ιμο — κατάλ. αφηρ. ουδ. ουσ. που δηλώνουν τη ρηματική ενέργεια ή και το αποτέλεσμά της. Πρόκειται για την αρχ. κατάλ. ιμον, ουδ. τής ιμος (πρβλ. εδώδ ιμος, σκόπ ιμος, τρόφ ιμος). Στη Νέα Ελληνική η κατάλ. εμφανίζεται με τις επαυξημένες μορφές σιμο,… … Dictionary of Greek
απάλλαξις — ἀπάλλαξις ( εως), η (Α) 1. αναχώρηση ή μέσα για αναχώρηση, διέξοδος 2. απώλεια, χάσιμο («ἀπάλλαξις χροιῆς», για κάποιον που έχασε το χρώμα του) … Dictionary of Greek
αποβολή — Η απόρριψη, η απώλεια, το χάσιμο· η άμβλωση, ο πρόωρος τοκετός. Α. λέγεται επίσης η απαγόρευση φοίτησης μαθητή σε σχολείο και ενέχει τον χαρακτήρα πειθαρχικής τιμωρίας. Η α. αυτή μπορεί να είναι προσωρινή ή οριστική. Α. επιβάλλεται και από τις… … Dictionary of Greek
κατέβασμα — το [κατεβάζω] 1. πορεία προς τα κάτω, κατάβαση, κάθοδος («στο κατέβασμα τού βουνού μάς βρήκε η μπόρα») 2. χαμήλωμα («το κατέβασμα τών βλεφάρων») 3. υποτίμηση, υποβιβασμός («το κατέβασμα τών τιμών ζωήρεψε το εμπόριο») 4. μτφ. χάσιμο εκτίμησης,… … Dictionary of Greek
περιπλάνηση — η / περιπλάνησις, ήσεως, ΝΜΑ [περιπλανώμαι] άσκοπη μετακίνηση σε διάφορους τόπους νεοελλ. εκτροπή από τον σωστό δρόμο, χάσιμο τού δρόμου … Dictionary of Greek
Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… … Dictionary of Greek
άνοια — η (ιατρ.), μερικό ή ολικό χάσιμο από ένα άτομο της διανοητικής, συναισθηματικής και βουλητικής ικανότητάς του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έγκλιση — η 1. η κλίση, το γέρσιμο, η λοξότητα. 2. (γραμμ.) έγκλιση τόνου, το χάσιμο ή το ανέβασμα του τόνου των μονοσύλλαβων εγκλιτικών λέξεων (μου με μας, σου σε σας, τος τον τους, τη τες τα κτλ.) στη λήγουσα της προηγούμενης λέξης: Φέρε μου τα δώρα σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)